κατήρης

κατήρης
κατήρης
fitted out
masc/fem acc pl (attic epic doric)
κατήρης
fitted out
masc/fem nom/voc pl (doric aeolic)
κατήρης
fitted out
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατήρης — κατήρης, ῆρες (Α) 1. εφοδιασμένος, φορτωμένος, σκεπασμένος, τυλιγμένος («σὲ τὸν κατήρη χλανιδίοις», Ευρ.) 2. (για πλοία) αυτός που έχει κουπιά («πλοῑον κατῆρες ἑτοῑμον», Ηρόδ.) 3. φρ. «ταρσός κατήρης» κουπί καλά προσαρμοσμένο (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Με… …   Dictionary of Greek

  • κατήρει — κατήρης fitted out masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κατήρης fitted out masc/fem/neut dat sg κατήρεϊ , κατήρης fitted out dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατήρη — κατήρης fitted out neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κατήρης fitted out masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κατήρης fitted out masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατῆρες — κατήρης fitted out masc/fem voc sg κατήρης fitted out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατήρεε — κατήρης fitted out masc/fem/neut nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατήρεος — κατήρης fitted out masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”